- συνεισπλεω
- συνεισπλέωσυν-εισπλέωвместе или одновременно входить (на корабле)
(εἰς λιμένα Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(εἰς λιμένα Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεισπλέω — Α εισπλέω μαζί με κάποιον ή συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσπλέω «καταπλέω, μπαίνω σε λιμάνι»] … Dictionary of Greek
συνεισπεπλεύκεσαν — συνεισπλέω sail into together plup ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεισέπλευσεν — συνεισπλέω sail into together aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)